сглазить - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

сглазить - translation to πορτογαλικά


сглазить      
pôr mau olhado ; (повредить) dar azar
para conjurar o mau olhado      
чтобы не сглазить
para conjurar o mau olhado      
чтобы не сглазить

Ορισμός

сглазить
СГЛ'АЗИТЬ, сглажу, сглазишь, ·совер., кого-что и ·без·доп. В суеверных представлениях - Повредить кому-нибудь, испортить кого-что-нибудь дурным глазом (см. глаз
в 3 ·знач. ). "Тьфу, тьфу! чтоб не сглазить! перебила себя старуха, плюя трижды через плечо." Григорович.
| перен. Повредить успеху, благополучному завершению чего-нибудь, наперед говоря, предсказывая что-нибудь (·разг. ). "Не нужно очень хвалить, а то сглазим." Чехов.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για сглазить
1. - Следующий проект боитесь сглазить или скрытничаете?
2. Скорее всего, представители РПЦ попросту боятся сглазить.
3. Пока не буду раскрывать подробностей, боюсь сглазить.
4. А может, просто перестраховывается или боится сглазить.
5. "Бывший" - рука не поднимается написать, боюсь сглазить.